- μεταπείθει
- μεταπείθωchange a man's persuasionpres ind mp 2nd sgμεταπείθωchange a man's persuasionpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναπειστικός — ή, ό ο ικανός να μεταπείθει, πειστικός, παραπειστικός … Dictionary of Greek
αποτρεπτικός — ή, ό (AM ἀποτρεπτικός, ή, όν) ο κατάληλος ή ο ικανός να αποτρέπει, να μεταπείθει κάποιον … Dictionary of Greek